- ξεγύμνωτος
- -η, -ο1. ο γυμνός, ο χωρίς ρούχα.2. για ξίφος, το έξω από τη θήκη: Φονιάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα (Βαλαωρίτης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεγύμνωτος — η, ο [ξεγυμνώνω] 1. αυτός που τού έχουν βγάλει όλα του τα ρούχα, ο τελείως γυμνός 2. (για ξίφος) αυτός που είναι έξω από τη θήκη του, ξεθηκαρωμένος («πλακώνει η άλλη κόλασις... φονηάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα», Βαλαωρ.) … Dictionary of Greek